akuŝlito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝlito | akuŝlitoj |
αιτιατική | akuŝliton | akuŝlitojn |
akuŝlito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝlito | akuŝlitoj |
αιτιατική | akuŝliton | akuŝlitojn |
akuŝlito (eo)