akuŝintino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝintino | akuŝintinoj |
αιτιατική | akuŝintinon | akuŝintinojn |
akuŝintino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝintino | akuŝintinoj |
αιτιατική | akuŝintinon | akuŝintinojn |
akuŝintino (eo)