aktoŝranko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktoŝranko | aktoŝrankoj |
αιτιατική | aktoŝrankon | aktoŝrankojn |
aktoŝranko (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- aktoshranko στο H-sistemo
- aktosxranko στο X-sistemo