akto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akto | aktoj |
αιτιατική | akton | aktojn |
akto (eo)
- η πράξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akto | aktoj |
αιτιατική | akton | aktojn |
akto (eo)