aktivo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktivo | aktivoj |
αιτιατική | aktivon | aktivojn |
aktivo (eo)
- το ενεργητικό μιας εταιρείας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktivo | aktivoj |
αιτιατική | aktivon | aktivojn |
aktivo (eo)