aktaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktaro | aktaroj |
αιτιατική | aktaron | aktarojn |
aktaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktaro | aktaroj |
αιτιατική | aktaron | aktarojn |
aktaro (eo)