aksomuntaĵo
(Ανακατεύθυνση από aksomuntajho)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aksomuntaĵo | aksomuntaĵoj |
αιτιατική | aksomuntaĵon | aksomuntaĵojn |
aksomuntaĵo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- aksomuntajho στο H-sistemo
- aksomuntajxo στο X-sistemo