akreco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akreco | akrecoj |
αιτιατική | akrecon | akrecojn |
akreco (eo)
- η αιχμηρότητα, η δριμύτητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akreco | akrecoj |
αιτιατική | akrecon | akrecojn |
akreco (eo)