akordiĝema
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akordiĝema | akordiĝemaj |
αιτιατική | akordiĝeman | akordiĝemajn |
akordiĝema (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- akordighema στο H-sistemo
- akordigxema στο X-sistemo