akcidento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcidento | akcidentoj |
αιτιατική | akcidenton | akcidentojn |
akcidento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcidento | akcidentoj |
αιτιατική | akcidenton | akcidentojn |
akcidento (eo)