aĵo
(Ανακατεύθυνση από ajxo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĵo | aĵoj |
αιτιατική | aĵon | aĵojn |
aĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĵo | aĵoj |
αιτιατική | aĵon | aĵojn |
aĵo (eo)