ajatolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ˈja.to.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : a‐ja‐to‐lo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ajatolo | ajatoloj |
αιτιατική | ajatolon | ajatolojn |
ajatolo (eo)