Ετυμολογία

επεξεργασία
αγιατολάχ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ayatollah [1] < περσική آیت‌الله (âyatollâh) < αραβική آيَةُ اللّٰه (āyat allāh, σημάδι του Θεού)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγιατολάχ αρσενικό άκλιτο

  1. (ισλαμισμός) ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης ή αρχιερέας των σιιτών μουσουλμάνων
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος δογματικός και απόλυτος στις απόψεις του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία