Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ailment
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Προφορά
1.2
Ετυμολογία
1.3
Ουσιαστικό
1.4
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
ailment
ailments
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈeɪlmənt
/
Ετυμολογία
επεξεργασία
ailment
<
ail
+
-ment
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ailment
(en)
η
ασθένεια
, η
πάθηση
, η
νόσος
, η
αρρώστια
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
disease
Πηγές
επεξεργασία
ailment
-
Oxford Learner's Dictionaries