ενικός         πληθυντικός  
ailment ailments

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɪlmənt/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ailment < ail + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ailment (en)