aigrelet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aigrelet < aigre
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aigrelet | aigrelets |
θηλυκό | aigrelette | aigrelettes |
aigrelet (fr)
- ξινούτσικος
- (μεταφορικά) (οικείο) δυσάρεστος στην ακοή