agreso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agreso | agresoj |
αιτιατική | agreson | agresojn |
agreso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agreso | agresoj |
αιτιατική | agreson | agresojn |
agreso (eo)