afrikato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afrikato | afrikatoj |
αιτιατική | afrikaton | afrikatojn |
afrikato (eo)
- (φωνητική) το προστριβόμενο σύμφωνο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afrikato | afrikatoj |
αιτιατική | afrikaton | afrikatojn |
afrikato (eo)