afervojaĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afervojaĝo | afervojaĝoj |
αιτιατική | afervojaĝon | afervojaĝojn |
afervojaĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- afervojagho στο H-sistemo
- afervojagxo στο X-sistemo