afekto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afekto | afektoj |
αιτιατική | afekton | afektojn |
afekto (eo)
- η επιτήδευση, η προσποίηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afekto | afektoj |
αιτιατική | afekton | afektojn |
afekto (eo)