afablaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afablaĵo | afablaĵoj |
αιτιατική | afablaĵon | afablaĵojn |
afablaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afablaĵo | afablaĵoj |
αιτιατική | afablaĵon | afablaĵojn |
afablaĵo (eo)