aerpoŝta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɛrˈpɔʃ.ta/
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpoŝta | aerpoŝtaj |
αιτιατική | aerpoŝtan | aerpoŝtajn |
aerpoŝta (eo)
- σχετικός με το αεροπορικό ταχυδρομείο
Άλλες γραφές