aeroplano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aeroplano | aeroplanoj |
αιτιατική | aeroplanon | aeroplanojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaeroplano (eo)
- το αεροπλάνο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
aeroplano | aeroplani |
Ετυμολογία
επεξεργασία- aeroplano < (άμεσο δάνειο) γαλλική aéroplane
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaeroplano (it)
- (μέσο μεταφορών) το αεροπλάνο