aerlinio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerlinio | aerlinioj |
αιτιατική | aerlinion | aerliniojn |
aerlinio (eo)
- η αεροπορική γραμμή, η αεροπορική εταιρεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerlinio | aerlinioj |
αιτιατική | aerlinion | aerliniojn |
aerlinio (eo)