aerkuseno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerkuseno | aerkusenoj |
αιτιατική | aerkusenon | aerkusenojn |
aerkuseno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerkuseno | aerkusenoj |
αιτιατική | aerkusenon | aerkusenojn |
aerkuseno (eo)