aereskadro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aereskadro | aereskadroj |
αιτιατική | aereskadron | aereskadrojn |
aereskadro (eo)
- το αεροπορικό σμήνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aereskadro | aereskadroj |
αιτιατική | aereskadron | aereskadrojn |
aereskadro (eo)