adapto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adapto | adaptoj |
αιτιατική | adapton | adaptojn |
adapto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adapto | adaptoj |
αιτιατική | adapton | adaptojn |
adapto (eo)