adamique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adamique | adamiques |
Επίθετο επεξεργασία
adamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τον Αδάμ
- (παρωχημένο) χαρακτηριστικός του αποθέματος που παραμένει όταν αποσύρονται τα νερά της θάλασσας κατά την άμπωτη