Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adamique adamiques

  Επίθετο επεξεργασία

adamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τον Αδάμ
  2. (παρωχημένο) χαρακτηριστικός του αποθέματος που παραμένει όταν αποσύρονται τα νερά της θάλασσας κατά την άμπωτη