aĉaĵaro
(Ανακατεύθυνση από acxajxaro)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉaĵaro | aĉaĵaroj |
αιτιατική | aĉaĵaron | aĉaĵarojn |
aĉaĵaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉaĵaro | aĉaĵaroj |
αιτιατική | aĉaĵaron | aĉaĵarojn |
aĉaĵaro (eo)