actively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | actively |
συγκριτικός | more actively |
υπερθετικός | most actively |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαactively (en)
- ενεργά
- ↪ He actively participated in the discussion.
- Συμμετείχε ενεργά στη συζήτηση.
- ↪ He actively participated in the discussion.