actively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | actively |
συγκριτικός | more actively |
υπερθετικός | most actively |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαactively (en)
- ενεργά, ενεργητικά, δραστήρια
- ⮡ He actively participated in the discussion.
- Συμμετείχε ενεργά/ενεργητικά στη συζήτηση.
- ⮡ He got actively involved in politics.
- Αναμείχτηκε δραστήρια στην πολτική.
- ⮡ He actively participated in the discussion.