Ετυμολογία

επεξεργασία

ενεργά < ενεργός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ενεργά

  1. με ενεργό τρόπο
    συμμετέχει ενεργά στο οικολογικό κίνημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ενεργά