ενεργά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ενεργά < ενεργός
Επίρρημα επεξεργασία
ενεργά
- με ενεργό τρόπο
- συμμετέχει ενεργά στο οικολογικό κίνημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενεργά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενεργά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενεργό