abtreiben
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
abtreiben (de)
- (μεταβατικό) (αεροπλάνο, πλοίο)προκαλώ παρέκκλιση από τροχιά
- (αμετάβατο) (κολυμβητής, πλοίο) παρεκκλίνω
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (ein Kind) abtreiben: κάνω έκτρωση