absintaĵo
(Ανακατεύθυνση από absintajxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absintaĵo | absintaĵoj |
αιτιατική | absintaĵon | absintaĵojn |
absintaĵo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- absintajho στο H-sistemo
- absintajxo στο X-sistemo