absido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absido | absidoj |
αιτιατική | absidon | absidojn |
absido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absido | absidoj |
αιτιατική | absidon | absidojn |
absido (eo)