Ετυμολογία

επεξεργασία
abscond < μέση γαλλική abscondre ή λατινική abscondere < abscondo < abs + condo

abscond (en)

  1. (παρωχημένο) κρύβομαι
  2. (παρωχημένο) αποκρύπτω, κρύβω κάτι για να το ιδιοποιηθώ
  3. ξεφεύγω από κάπου, δραπετεύω
  4. ξεφεύγω, αποφεύγω μια υποχρέωση