abonprezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abonprezo | abonprezoj |
αιτιατική | abonprezon | abonprezojn |
abonprezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abonprezo | abonprezoj |
αιτιατική | abonprezon | abonprezojn |
abonprezo (eo)