abonilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abonilo | aboniloj |
αιτιατική | abonilon | abonilojn |
abonilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abonilo | aboniloj |
αιτιατική | abonilon | abonilojn |
abonilo (eo)