abomeneto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abomeneto | abomenetoj |
αιτιατική | abomeneton | abomenetojn |
abomeneto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abomeneto | abomenetoj |
αιτιατική | abomeneton | abomenetojn |
abomeneto (eo)