aboco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aboco | abocoj |
αιτιατική | abocon | abocojn |
aboco (eo)
- η αλφαβήτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aboco | abocoj |
αιτιατική | abocon | abocojn |
aboco (eo)