ablucio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ablucio | ablucioj |
αιτιατική | ablucion | abluciojn |
ablucio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ablucio | ablucioj |
αιτιατική | ablucion | abluciojn |
ablucio (eo)