ablacio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ablacio | ablacioj |
αιτιατική | ablacion | ablaciojn |
ablacio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ablacio | ablacioj |
αιτιατική | ablacion | ablaciojn |
ablacio (eo)