abdikinto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abdikinto | abdikintoj |
αιτιατική | abdikinton | abdikintojn |
abdikinto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abdikinto | abdikintoj |
αιτιατική | abdikinton | abdikintojn |
abdikinto (eo)