Ετυμολογία

επεξεργασία
abattis < abattre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ba.ti/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
abattis abattis

abattis (fr) αρσενικό

  1. σωρός κομμένου ξύλου
  2. τεχνητό εμπόδιο από κομμένα δέντρα ή κλαδιά
  3. (πληθυντικός) τα εντόσθια των πουλερικών
  4. (μεταφορικά) (οικείο) τα χέρια και τα πόδια

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • numéroter ses abattis: προετοιμάζομαι για πάλη σαν να επρόκειτο να χάσω τα μέλη μου
  • tu peux numéroter tes abattis: λέγεται σαν απειλή