abatlando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abatlando | abatlandoj |
αιτιατική | abatlandon | abatlandojn |
abatlando (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abatlando | abatlandoj |
αιτιατική | abatlandon | abatlandojn |
abatlando (eo)