aŭtoritato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtoritato | aŭtoritatoj |
αιτιατική | aŭtoritaton | aŭtoritatojn |
aŭtoritato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtoritato | aŭtoritatoj |
αιτιατική | aŭtoritaton | aŭtoritatojn |
aŭtoritato (eo)