aĝlimo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĝlimo | aĝlimoj |
αιτιατική | aĝlimon | aĝlimojn |
aĝlimo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĝlimo | aĝlimoj |
αιτιατική | aĝlimon | aĝlimojn |
aĝlimo (eo)