aĉetebla
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetebla | aĉeteblaj |
αιτιατική | aĉeteblan | aĉeteblajn |
aĉetebla (eo)
- που είναι δυνατόν να αγοράσει κανείς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetebla | aĉeteblaj |
αιτιατική | aĉeteblan | aĉeteblajn |
aĉetebla (eo)