Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

TLS < Transport Layer Security (από 2011)

  Συντομομορφή επεξεργασία

TLS (en) αρκτικόλεξο

  • (διαδίκτυο) συντομογραφία του transport layer security: πρωτόκολλο κρυπτογράφησης για την ασφαλή επικοινωνία σε ένα δίκτυο υπολογιστών, διάδοχος του secure sockets layer (SSL)
    ※  When a server and client communicate using TLS, it ensures that no third party can eavesdrop or tamper with any message. [1]
    Όταν ένας διακομιστής και ένας πελάτης επικοινωνούν χρησιμοποιώντας TLS, διασφαλίζει ότι κανένας τρίτος δεν μπορεί να παρακολουθεί ή να παραβιάζει οποιοδήποτε μήνυμα. (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • TLS στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) Transport Layer Security (TLS). Πρόσβαση 2021-03-24.