Lefebvre
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Lefebvre < προέλευσης από τη γαλλική Lefebvre
Κύριο όνομα
επεξεργασίαLefebvre αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Lefebvre < από επάγγελμα, forgeron (σιδεράς) [< λατινικά faber· πρβ. γαλλική γλώσσα orfèvre (χρυσοχόος)]
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαLefebvre αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Lefèvre στη γαλλική Βικιπαίδεια
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Lefebvre < προέλευσης από τη γαλλική Lefebvre
Κύριο όνομα
επεξεργασίαLefebvre αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία
Φλαμανδικά (vls)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Lefebvre < προέλευσης από τη γαλλική Lefebvre
Κύριο όνομα
επεξεργασίαLefebvre αρσενικό ή θηλυκό