Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λεφέβρ < μεταγραφή για τη γαλλική Lefebvre (και τις διάφορες παραλλαγές της)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Λεφέβρ αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία