Athanasian
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Athanasian | Athanasians |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαAthanasian
Πηγές
επεξεργασία- Athanasian - Επώνυμα όλων των γλωσσών surnames@forebears (από το 2012). 3 άτομα στις ΗΠΑ, με στοιχεία του 2014.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Athanasian < Athanasius + -an < λατινική Athanasius < ελληνιστική κοινή Ἀθανάσιος
Επίθετο
επεξεργασίαAthanasian
- που σχετίζεται με τον Μέγα Αθανάσιο (4ος αι.) ή αναφέρεται σε αυτόν