Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
Athanasian Athanasians

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Athanasian < νέα ελληνική Αθανασιάν < αρμενική Աթանասյան (Atʿanasyan, Atanasyan, Atanasian)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Athanasian

  Πηγές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Athanasian < Athanasius + -an < λατινική Athanasius < ελληνιστική κοινή Ἀθανάσιος

  Επίθετο επεξεργασία

Athanasian